- αἱμωδιασμός
- αἱμωδιασμόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αιμωδιασμός — ο (Μ αἱμωδιασμὸς) [αἱμωδιῶ] η αιμωδία … Dictionary of Greek
αἱμωδιασμόν — αἱμωδιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμωδιώ — ( άω) (Α αἱμωδιῶ) νεοελλ. αισθάνομαι παροδική νάρκη σε κάποιο μέλος τού σώματός μου, μουδιάζω, μυρμηγκιάζω αρχ. 1. μουδιάζει το στόμα μου, ιδίως τα ούλα, από ερεθισμό που προξένησε η λήψη ξινής τροφής 2. τρέχουν τα σάλια μου 3. κάνω τα δόντια να… … Dictionary of Greek